We’ve updated our Terms of Use to reflect our new entity name and address. You can review the changes here.
We’ve updated our Terms of Use. You can review the changes here.

Σ​Υ​Γ​Κ​Ε​Κ​Ρ​Ι​Μ​Ε​Ν​Α Δ​Ι​Α​Μ​Ε​Ρ​Ι​Σ​Μ​Α​Τ​Α

by κτίρια τη νύχτα

/
1.
2.
Ζωή 03:24
Ποιοι έχουνε μείνει στην πόρτα να ελέγχουν; Μόνο δικηγόροι, δολοφόνοι και γιατροί. Στην πολυκατοικία της αιώνιας αϋπνίας τα παιδιά είναι οι μεγάλοι κι οι μεγάλοι ήδη νεκροί. Κλέφτες λογιστές με σφιχτή χειραψία, άγγελοι ξανθοί με φτερά κατσαρίδας και η έξοδος κινδύνου είναι εκτός λειτουργίας. Υπάρχουνε δωμάτια που δε θα δεις ποτέ σου, υπάρχουνε δωμάτια που όλοι σε πονάνε ό,τι ώρα και να 'ναι και οι μέρες που περνάνε σε κλειδώνουν σε δωμάτια και σου κλείνουνε τα μάτια. Κι αυτές οι πόρτες ανοίγουν με το αίμα σου κι αυτές οι πόρτες ανοίγουν με το ψέμα σου και η έξοδος κινδύνου είναι εκτός λειτουργίας. Ξέρεις ποιοι έχουν μείνει στην πόρτα να ελέγχουν; Είναι οι εραστές σου με κομμένα τα χέρια. Νονοί και βιαστές γελαστοί στις γιορτές· τα χαρτιά τρέχουν ακόμα απ’ το ορθάνοιχτό τους στόμα. Οι φίλοι σου οι καλοί περιμένουν στη γωνία να ανοίξουν τα πόδια σε όποιον έχει εξουσία και η έξοδος κινδύνου είναι εκτός λειτουργίας. Με ποιους είσαι ρε, με εμάς ή με τους άλλους; Ετούτη η ζωή δεν έχει μόνο δύο πόρτες, μα σε όποια και να μπεις ίδια θα είναι η πορεία: θα συρθείς μήπως βγεις, αλλά τότε θα δεις ότι πια τα όνειρά σου δε θα έχουν σημασία και η έξοδος κινδύνου είναι εκτός λειτουργίας.
3.
Στη μεγάλη παραλία τώρα καίγεται το σώμα μας. Ας είχα ένα όπλο τώρα, κάποιον να σκότωνα και μετά να τον έθαβα στις θίνες της άμμου και η μεγάλη παραλία τότε θα ήταν το σπίτι μου στα όνειρά μου όπως εκείνο το διαμέρισμα που άφησα απότομα, όπως εκείνος ο φίλος μου που με έριχνε στο πάτωμα. Και τώρα ονειρεύομαι πως του ξαναμιλάω, τριγυρνώντας στο διαμέρισμα που σιγά σιγά ξεχνάω. Κρατάω μια βαλίτσα που νομίζω ότι έχω βάλει όλα αυτά που χρειάζομαι, μα κάτι μέσα μου αμφιβάλλει. Κι αν δε μου λείψει τίποτα, αυτή είναι η φυλακή μου. Τόσες ώρες προετοιμασίας χωρίς καμία σημασία. Η λύση της εξίσωσης με βγάζει πάλι μόνο με καθαρότερες λέξεις και μεγαλύτερο πόνο. Έλεγα «θ’ αλλάξω τη ζωή μου» κι άνοιγα μια πόρτα να γλυτώσω κι έφτασα στα μισά του δρόμου μόνο για να διαπιστώσω ότι οι πορείες στον χάρτη είναι μια οφθαλμαπάτη και η ζωή μου είναι μια γάτα που κυνηγάει την ουρά της. Κι όταν κάποιος πεθαίνει μια νέα Χιροσίμα συμβαίνει, αλλά σκάει μονάχα σε συγκεκριμένα διαμερίσματα. Μερικές φορές ξεχνιέται, άλλες, κόβει αλυσίδες, μα τις πιο πολλές φορές μένουνε ίδια όλα όσα είδες. Μένουμε τα ίδια άσχημα τέρατα όπως αυτό που περπατάει στη μεγάλη παραλία τώρα κι ενός άλλου τον χώρο ζητάει. Αχ, πόσο θα ’θελα μια μέρα να γινόταν το χέρι μου όπλο να σημάδευα το τέρας, να το έριχνα κάτω και μετά να το έχτιζα μέσα στο ίδιο του το σπίτι -μια προεξοχή που δεν υπήρχε, αλλά κανείς δε θα προσέξει. Ύστερα θα κοιμηθώ στο δικό του δωμάτιο, πάνω στην άμμο, δίπλα σε σένα. Κι ενώ θα καίγεται το δέρμα μας θα σε παρακαλάω να θυμηθείς με λεπτομέρειες το προηγούμενο βράδυ. Κι ενώ θα μαυρίζει το δέρμα μας θα σε παρακαλάω να θυμηθείς με λεπτομέρειες το προηγούμενο βράδυ. Κι ενώ θα λιώνει το δέρμα μας θα σε παρακαλάω να θυμηθείς με λεπτομέρειες το προηγούμενο βράδυ. Κι ενώ θα κολλάει το δέρμα μας του ενός πάνω στου άλλου θα ήθελα να ξέχναγα το προηγούμενο βράδυ.
4.
Σε μια άλλη πόλη σε άλλο δρόμο σε άλλο σπίτι με άλλη μαμά κι άλλο μπαμπά. Σε άλλο θρανίο άλλο σχολείο με άλλους φίλους άλλα ρούχα και χωρίς γυαλιά. Με άλλα παιχνίδια άλλες ταινίες σε άλλο δέρμα με μια άλλη μυρωδιά. Σε άλλα δωμάτια με άλλο χρώμα με άλλα χείλια χωρίς καφέ τα πρωινά. Με άλλα αστεία σε άλλη πορεία χωρίς ρολόι μέσα σε μια άλλη αγκαλιά. Με άλλες κασέτες χωρίς χωρίστρα με άλλα γλυκά κι αγαπημένα παγωτά. Με άλλους φόβους σε άλλα μπαλκόνια χωρίς σεντόνια και μια άλλη «πρώτη φορά». Και μια μέρα στο λεωφορείο είσαι κι εσύ μα δε σε ξέρω καν. Και δίχως κάτι να συμβαίνει η καρδιά μου χτυπάει δυνατά.
5.
Καθώς ξημερώνει η Δευτέρα ζωγραφίζω στο βιβλίο τ’ όνομά σου με το αίμα απ’ το κομμένο μου χέρι. Θέλω να ξαπλώσω στα πλακάκια ακίνητος να αγγίζω τη φορμάικα της καρέκλας τι άλλο μένει να γίνει καθώς ξημερώνει η Δευτέρα και ζωγραφίζω στο βιβλίο τ’ όνομά σου με το αίμα απ’ το κομμένο μου χέρι. Θέλω να καρφώσω το μολύβι στο στομάχι μου, να κόψω αυτό τον κόμπο που με πνίγει τι άλλο μένει να γίνει καθώς ξημερώνει η Δευτέρα και ζωγραφίζω στο βιβλίο τ’ όνομά σου με το αίμα απ’ το κομμένο μου χέρι. Αύριο το πρωί θα με περιμένουν πάλι οι συμμαθητές μου που μια μέρα θα γίνουν κι αυτοί σαν κι εκείνους που σήμερα μισούνε. Κι ο πιο καλός μου διπλανός θα θέλει να σε ξεκάνει απλώς επειδή θα μπορεί να το κάνει και να σ’ ανταλλάζει με μεγάλη άνεση με κάποιον που σου μοιάζει ρυθμισμένο για καλύτερη επίδοση. Στην επόμενη είδηση μαθαίνεις για τον φίλο σου που ’χε χαθεί εδώ και χρόνια ότι βουτάει απ’ το μπαλκόνι του, μα εγώ τον βλέπω να πετάει και να κρατιέται από πολύχρωμα μπαλόνια. Πριν του λιώσουνε τα πόδια με το ίδιο σφυρί και να γλιστράει τόσο κάτω, που μετά να λέει: «Δεν προλαβαίνω κάτι άλλο να αλλάξω, ούτε να φτιάξω κάτι όμορφο, γι’ αυτό θα σου χαλάω τη βόλτα», σπάσ’ του τα κόκκαλα στα δύο σπάσ’ του τα κόκκαλα στα δύο σπάσ’ του τα κόκκαλα στα δύο.
6.
πράσινη Αντιγραφή κόκκινη Αριθμητική κίτρινη Ορθογραφία ροζ Πατριδογνωσία κι ένα Πρόχειρο μπλε
7.
Νομίζω πως αυτό το δωμάτιο που ζω θα έρθει η στιγμή που θα με καταπιεί αφήνοντας στη θέση μου ένα όχημα από αίμα και την άμμο που ’χε μείνει στο χαμένος τεύχος 109. Προς το παρόν, αυτό που με γλυτώνει είναι που σκέφτομαι τα μεσημέρια να κάνω σχέδια μες στο παγωτό κουτάκια συγκρουόμενα στον αυτοκινητόδρομο. Ας έπεφτε τουλάχιστον απόψε το ταβάνι, να έψαχνε ο ένας τα δάχτυλα του άλλου σε κραγιόν δαγκωμένα, χέρια ματωμένα, σώματα ιδρωμένα και μάτια ζεστά, γιατί νιώθω πως αυτό το δωμάτιο που ζω θα έρθει η στιγμή που δε θα θέλει μόνο εμένα. Δεν είναι όπως στα λέγανε τότε, Κάντυ, μπορεί και να τελειώνει κάπως έτσι η ζωή, ανάμεσα σε πόρτες, καινούργια καταστήματα, σκάλες κυλιόμενες κι άχρηστα εξαρτήματα. Κοιμόμαστε μόνοι, μα ούτε ακριβώς κι αυτό κι αυτό μου σαμποτάρει το σχέδιο που έχω. Κουτάκια συγκρουόμενα στον αυτοκινητόδρομο κουτάκια συγκρουόμενα στον αυτοκινητόδρομο κουτάκια συγκρουόμενα στον αυτοκινητόδρομο μια αρρυθμία πόλεων μια αρρυθμία πόλεων. Ας μας έπνιγε ένα κύμα από το κέντρο της Αθήνας, ας μας έκαιγε η φωτιά ενός κτίριου μεγάλου να έγλειφε ο ένας τα δάκρυα του άλλου σε κραγιόν ξεραμένα, χέρια παγωμένα, σώματα βρεγμένα και μάτια νεκρά. Να γινόταν κι από αυτό κάτι διαφορετικό, με το στόμα ανοιχτό ο ένας πίσω από τον άλλο.
8.
Ο χρόνος μου είναι σαν τα φύλλα στην κρύα κουζίνα με μικρά γράμματα και ιστορίες νεκρών. Ο κόσμος είναι άγνωστος απόψε γι’ αυτό κι εγώ στέκομαι στην πόρτα με μικρά γράμματα και ιστορίες νεκρών.
9.
Στην ταινία που ξεκινάει με δύο «σ’ αγαπάω» παγώνω την εικόνα και σε κοιτάω. Πίσω απ’ τα παράσιτα της βιντεοκασέτας ο κόσμος είναι μια ατέλειωτη μακέτα. Κι αυτό που κρύβεις κάτω από το δέρμα είναι ένα όπλο με όλα όσα ξέρεις. Την πρώτη σφαίρα κατευθείαν στην καρδιά για να μην κοιμάσαι με κάποιον που δε θέλεις. Πάμε απόψε να κόψουμε κεφάλια να στολίσουμε όλους τους στύλους κι όσοι βολεύονται στα ρούχα των γονιών να καταλάβουν πως εγώ δεν είμαι φίλος. Είμαι τα πρωινά κρακ της συστολής, είμαι το πράσινο μπουτόν των φαναριών κι όλα τ’ άλλα που τα κοιτάς με δυσπιστία. Κάθε επιστήμονας, μια νέα ερμηνεία. Τι να τις κάνεις τις αναλύσεις, δε θα σου διώξουν τη δικιά σου δυστυχία κι ούτε απ’ τα σαρκοβόρα ασανσέρ θα σε γλυτώσουν, ούτε οι Κυριακάτικες γιορτές μπορούν να σε σώσουν. Αν αυτή η γεύση που ‘χες (θα χαρούμε να σας δούμε στην πιο όμορφή μας μέρα) δε χανότανε στο δέρμα (μα τι κομψή γραβάτα), ακόμα και αυτό. Στα παρκέ οικογενειακών συζητήσεων κάνω εμετό από σκοτωμένα φυτά κι από σκουπίδια σχέσεων βομβαρδισμένων με συχνοτικές παρεμβολές πριν και μετά. Και αυτή είναι η ταινία που ποτέ δεν έχει τέλος, θα παίζουν πάντα οι ίδιες σκηνές κι όλα τα μεσημέρια που σκεφτόσουν τη ζωή σου καρφώνονται στα μάτια σαν παγωμένο βέλος. Κι ούτε απ’ τα σαρκοβόρα ασανσέρ θα σε γλυτώσουν, ούτε οι Κυριακάτικες γιορτές θα σε σώσουν. με τα ρούχα των γονιών στραβά φορεμένα κρατάς ένα όπλο που δεν είναι για κανένα ακόμα.
10.
Στο εμπορικό κέντρο όλοι γνωρίζονται. Στον κινηματογράφο όλοι γνωρίζονται. Έχουν τα ίδια μάτια, λένε τις ίδιες λέξεις. Δεν ξέρω κανέναν, δε με ξέρει κανείς. Είναι σαν πάρτυ που σ’ έχουν καλέσει από τυχαίες διευθύνσεις, απλώς για να ’χει κόσμο. Κι αν και το ξέρεις, εσύ πηγαίνεις χωρίς να το θες ούτε εσύ, ούτε αυτοί. Νιώθω άβολα, δε θέλω να είμαι εδώ. Κανένας σε τίποτα δε δίνει σημασία. Όμως αν φύγω, όλοι θα γυρίσουν να δούνε ποιος κάνει κάτι άλλο από αυτούς. Στο εμπορικό κέντρο όλοι γνωρίζονται. Στο εμπορικό κέντρο όλοι γνωρίζονται. Μ’ αγγίζεις και βρίσκομαι σε μια άγνωστη πόλη. Δε θέλω να σε ξέρω γαμημένε καριόλη. Γιατί σήμερα η γυναίκα που είδα στον δρόμο είχε αντί για μάτια δύο πληγές που δείχνουν τα φτωχά χέρια των παιδιών της που δείχνουν τα φτωχά χέρια των παιδιών της. Διαλέγω στην τύχη αυτόν το δρόμο. Αν ήταν ο άλλος, απλώς δε θα ζούσες. Γυρίζεις στο σπίτι. Είστε όλοι ασφαλείς, σαν φωτοτυπίες μιας άχρωμης μέρας. Αύριο πάλι όσα δεν έκανες, αύριο πάλι όσα δεν είπες. Στις ίδιες κινήσεις η κλεψύδρα θανάτου. Το σήμερα ήμερο το αύριο άγριο. Το σήμερα ήμερο το αύριο άγριο.
11.
Στη δύση μες στις τετράγωνες φωτογραφίες και τις φαγωμένες άκρες τους, στα χρώματα ενός φιλμ με παραλίες και φλου πρόσωπα. Εκεί είναι που χαθήκαν τα παιδιά και τώρα πίσω από ντέξιον και οθόνες καθαρίζουν το χέρι τους που άνοιξε μια τρύπα στην καρδιά. Για πάντα χτισμένη είναι εκεί μια συσκευή που τα μουδιάζει με αριθμούς και τακτικές διαθέσεων. Και μετά όταν ψηφίζεις πίσω απ’ το παραβάν βλέπεις το άθροισμα της αόρατης μηχανής. Και η ενόχληση που νιώθεις είναι εκεί που κάποτε υπήρχε η τομή, μα είναι εκεί κάτι νέο, που το λες: «Μοναδική προσωπικότητα».
12.
Αυτή είναι η φωνή μου τώρα, αλλά πριν φτάσουμε ως εδώ είμαι στον πίσω δρόμο εκεί που βλέπει ο ακάλυπτος τη στάση του 047. Το πλοίο φεύγει, σηκώνει την πόρτα του γκαράζ, πηδάω να προλάβω πάνω απ’ τα πηχτά νερά του Πειραιά. Κάτω από αυτά οι τρομακτικές λαμαρίνες του πλοίου μπορούν να με σκοτώσουν επειδή απλώς τις κοιτάζω. - π ε φ τ ω - αλλά αυτό είναι όνειρο (κι ας μη με πιστεύει κανείς). Μπορώ να ξυπνήσω τώρα και να βρω κάτω απ’ το κρεβάτι το κουτί με τα πρώτα μου playmobil: τους γιατρούς, τους ασθενείς και το χειρουργείο.
13.
Είμαστε σ’ ένα χειρουργείο. Είμαστε σ’ ένα χειρουργείο. Τα κρύα σου χέρια δε χρειάζονται δάχτυλα πια. Είμαστε σ’ ένα χειρουργείο. Είμαστε σ’ ένα χειρουργείο. Στο γλυκό σου το στόμα δε χρειάζεται η γλώσσα σου πια. Είμαστε σ’ ένα χειρουργείο. Είμαστε σ’ ένα χειρουργείο. Τα δίκαια μάτια δε σε βγάζουνε πια πουθενά. Είμαστε σ’ ένα χειρουργείο. Είμαστε σ’ ένα χειρουργείο. Η τρυφερή σου καρδιά δε βολεύει κανέναν μας πια. Μία φορά στα βρεγμένα πατώματα κοιμήσου βαθιά στα βρεγμένα πατώματα. Είμαστε σ’ ένα χειρουργείο.
14.
Μπορεί να κρατάς το στόμα σου κλειστό κι ας με βλέπεις δεμένο σ’ ένα άδικο φορείο. Κι αν τώρα εσύ κρατάς το νυστέρι και γελάς σαν να μη σε αφορά, σου ’χω άβολα νέα: Στην ουσία είσαι κι εσύ μες στο ίδιο χειρουργείο. Το θηρίο όταν σε δέσει στη δικιά μου τη θέση, δε θα υπάρχει κανείς να μιλήσει για σένα, όπως δε μιλάς κι εσύ και νομίζεις πως σου αρέσει. Κι άμα νιώθεις καλά κάθε μέρα που περνά και γεμίζεις με σκατά τη σπουδαία σου γυάλα, «όλα πρίμα» και μπλαζέ κι αστειάκια ειρωνικά, το θηρίο που ταΐζεις έχει σχέδια μεγάλα αφού στ’ αλήθεια είσαι κι εσύ μες στην ίδια αρένα και ισχύουν και για σένα οι ίδιοι άδικοι κανόνες. Δε θα υπάρχει κανείς να σε βγάλει απ’ το χώμα που θα πέφτεις βαρύς με δεμένους αγκώνες. Θέλει αρχίδια για να πεις η καρδιά σου τι θέλει, και «δεν είναι όλα στυλ», όπως κι ο Άγγελος λέει. Κι αν στηρίζεις τους δικούς σου γιατί έτσι σε βολεύει, είσαι ένα φασιστάκι, σαν κι αυτά που κοροϊδεύεις.
15.
Ησυχία 00:11
16.
Για όλες τις βραδιές που ήθελα να είσαι εδώ και για όλες τις μορφές που έφτιαχνες στο μυαλό και για όλα όσα θες να κάνουμε οι δυο δάγκωσέ με πιο βαθιά. Απ’ τα σύρματα που βλέπεις μέχρι τον ουρανό κι απ’ τις λέξεις που μου στέλνεις ως το δωμάτιο αυτό και για όλες τις βροχές αν δε σε ξαναδώ δάγκωσέ με πιο βαθιά.
17.
Οι λέξεις που σου γράφω δε φτάνουνε σε σένα. Κολλάνε μεταξύ τους και μένουνε για μένα. Ας έμενε έτσι εύκολα κι αυτό το άρωμά σου σε ό,τι είχες αγκαλιάσει. Εκεί μα ούτε εκεί, εδώ και δύο ώρες με σύνδεση ανοιχτή, τώρα θα είσαι γυμνή αλλά ούτε να τον παίξω δεν μπορώ για σένα αφού ετούτη τη στιγμή δε σκέφτεσαι εμένα. Μα είσαι ακόμα εδώ, σ’ αυτό το μαξιλάρι. Ξέρω, με τον καιρό θα σβήσεις κι απ’ αυτό και είναι τόσο άδικο αυτό, γαμώτο, που ετούτη τη στιγμή δε σε νοιάζει εγώ πώς νιώθω. Κι οι λέξεις που σου γράφω ποτέ δε μεγαλώσαν, οι μέρες που περνάνε μου βγάζουνε τη γλώσσα γι’ αυτό που ζω. Του χρόνου θα γιορτάζουμε μια επέτειο που ούτε θα θυμάσαι. Για ακόμα μια φορά διαβάζω τα παλιά μηνύματά σου κι όταν πέφτω σε καρδούλα που ’χες στείλει την κοιτάω σαν χαζός, γιατί από δω και μπρος θα πάει «τι έγινε, πώς πάει;» Μα είσαι ακόμα εδώ, σε βλέπω στο κρεβάτι μου. Ξέρω, με τον καιρό θα σβήσεις κι απ’ αυτό και είναι τόσο άδικο αυτό, γαμώτο, που ετούτη τη στιγμή δε σε νοιάζει εγώ πώς νιώθω. Οι λέξεις που σου γράφω δεν έχουν άλλο χώρο. Θα σπρώξουν τη μεμβράνη της οθόνης προς τα εσένα να έρθουνε κοντά σου, να μπουν κάτω απ’ το δέρμα, να γίνονται εισιτήρια για πλοία και για τρένα.
18.
Ας καυλώσουμε όλοι μαζί πάνω στον Αστροδονητή που μένει πάντα φορτισμένος και με έξτρα δόντια στο κουτί. Είναι ο μοντέρνος τζέντλεμαν ζεστά μουνιά σε σελοφάν. Σε σκίζουν στα δύο οι μηχανές του, θα ζήσεις διπλά με δυο καρδιές. Βγάζει τα μάτια σου, θες δε θες για να ’χεις τρύπες πιο πολλές. Δεν είναι κι άσχημα, ίσως να ’ναι κι ωραία αφού θα συμβαίνει σε όλη την παρέα. Ας καυλώσουμε όλοι μαζί αυτή τη νύχτα πάνω στη γη κι όλων των λούνα παρκ η ρόδα είναι ένα βυζί με καραμελορώγα.
19.
Και αυτή είναι η χαρά να κερδίζεις κάθε φορά που από εμάς ψωνίζεις. Στη ζεστή μας αγκαλιά θα επιστρέφουν τα παιδιά σου και κανένας δε θα μας χωρίσει.
20.
Σιδηρόδρομο ως το φεγγάρι νέα γυναίκα με λεφτά σ’ αυτό το νούμερο εσύ διαλέγεις ποιον θα φάνε τα σκυλιά. Ένα σπίτι με ωραίο κήπο μια νταντά για τα παιδιά πρωινά χωρίς προϊσταμένους ζώδια που λένε «όλα καλά» κι όσους σ’ ενοχλούνε θα χώσουμε βαθιά. Κλείσε για πάντα όλα τα κανάλια δε μιλάει για εμάς κανείς. Στο ντουλάπι έχω σοκολάτα θα είναι εκεί πρωί για μια μεγάλη βόλτα σε μια άλλη περιοχή. Στο δώμα της Πρεβέζης να βλέπουμε τον λόφο κι ό,τι θες εσύ θα είμαι εγώ εκεί. Για ό,τι θες εσύ θα είμαι εγώ εκεί.
21.
Στη γωνία δύο στενών δρόμων βρήκα έναν Άτλαντα πεταμένο με σκισμένο το χαρτονένιο του εξώφυλλο. Στις μέσα σελίδες απλώνονταν οι χώρες με αριθμούς σοβαρούς σχεδόν τρομακτικές πολλές από αυτές σήμερα δεν υπάρχουν και οι άνθρωποι αριθμοί που κατοικούσαν εκεί - σε κάποιους δικούς τους στενούς δρόμους - πολλοί από αυτούς σήμερα δεν υπάρχουν Τον πήρα σπίτι, όχι επειδή ένιωσα πως είχα τη δυνατότητα, μα σαν μελλοντική σκιά ρακοσυλλέκτη που έχει με το μέρος του τις πιθανότητες. Τον ακούμπησα δίπλα στην υδρόγειο σφαίρα που φωτίζει το παιδικό μου γραφείο κι άρχισα να παρατηρώ τις πολύχρωμες σημαίες των κρατών και τα μονότονα βάθη των μεγάλων θαλασσών.
22.
Η φωνή στην τιβί που λέει «τους ξύπνησες όλους» ίσως και να ’χε αντίκτυπο μα τώρα μοιάζει με αστείο. Κι απ’ τη μεγάλη βιτρίνα που περνούσα μικρός ρυθμοί με τα δόντια μεγαλώναν τα όνειρα. Μία ακόμα εκπομπή μία ακόμα εβδομάδα πιο μακριά απ’ τη ζωή με κάθε μέρα που φεύγει. Δεν περιμένω απόψε να συναντήσω κανέναν, κλεισμένοι όλοι στο σπίτι με στραπατσαρισμένα ωράρια. Οι πιο άσχημοι άνθρωποι αποφασίζουν για εμάς και μάλλον τους αρέσει που δείχνουν τόσο σάπιοι. Μικραίνουνε τη μέρα με καθετί άδικο. Τώρα τα χέρια διψάνε μόνο για αίμα. Χτίζοντας μία ακόμα σούπερ πολυκατοικία δεν πληθαίνουνε οι σχέσεις κι όσες υπήρξαν θαμπώνουν, μα η μεγαλύτερη αμνησία είναι να ξεχάσεις πως ό,τι κι αν συμβεί, εδώ είναι ωραία.   Έψαχνα πάντα να βρω πώς να σ’ εντυπωσιάσω με μελωδίες παράξενες και λόγια δυσνόητα, μα αυτό που ήθελα απλώς ήταν να είμαι κοντά σου και να αναπνέω στην αγκαλιά σου. Κι όλα όσα είδες όλα όσα ένιωσες κρυμμένες ιστορίες σε κάθε τοίχο, να γίνουν όλα τα κτίρια πιο όμορφα κι απ’ τα μάτια σου περπατώντας ξανά πάνω στα ίδια βήματα που κάναμε γελώντας κι άλλες φορές πληγωμένοι ή κάποιες άλλες προσμένοντας να γίνει κάτι στο πάρτυ. Τώρα μπορείς να διαλέξεις μια άλλη πόλη να μείνεις, μα αυτή θα ξέρει τα πάντα απ’ τη μικρή μας ζωή.
23.
24.
Σκέφτομαι καμιά φορά ποιος απ’ τους δυο θα φύγει πρώτος μακριά και πόσο ακόμα ο άλλος θα αντέξει μοναχός. Κι ίσως να ’τανε καλύτερα αν φεύγαμε μαζί.
25.
Ο μόνος τρόπος για να φύγεις απ’ το σπίτι είναι ν’ ανοίξεις το παράθυρο και πίσω απ’ τον ακάλυπτο να βγεις ξανά στον διάδρομο της πολυκατοικίας που μαυρίζει κάθε μέρα από τις σκέψεις των ενοίκων που όταν με κοιτάν στις σκάλες τρώνε απ’ τη φτηνή ζωή μου. Στον φωταγωγό τα βράδια χέρια που διψάν για χάδια και μετά πονάνε πίσω απ’ τη λαδομπογιά των τοίχων. Αυτό δεν είναι ένα τραγούδι που έχει μπερδεμένες λέξεις. Αυτό δεν είναι ένα τραγούδι που έχει νόστιμες ιδέες. Αυτό είναι το παλιό μου στρώμα που μυρίζει μόνο καύλα. Αυτά είναι τα φθαρμένα ρούχα που γελάν με τα όνειρά μου. Μες στην τάξη έχουν όλοι έναν πατέρα που δε βλέπουν, ζούνε έτσι από πάντα, είναι όλοι σαν εμένα μεγαλώνουν με παιχνίδια που τους λείπει το κεφάλι και τους λιώνουνε το σώμα με αναπτήρα κάθε βράδυ. Τους λιώνουνε το σώμα με αναπτήρα κάθε βράδυ. Λες πως έχω δέκα δάχτυλα, μα εγώ νιώθω πιο λίγα, κάθε ένα για τα χρόνια που πριν έρθουν κιόλας φύγαν. Κι όπως στα ’κρυψαν κι εσένα, έτσι θάβεις τα δικά μου μα εγώ αναπνέω ακόμα κι ας με έριξες σε κώμα κι ας σπρώχνεις κάθε μέρα κάτω κι απ’ τα τροχοφόρα, νιώθω ότι η ζωή είναι μάλλον κάτι άλλο από αυτό.
26.
Τα διαστημόπλοια πετάνε μπομπονέλες κι εγώ θέλω να σε δω γυμνή γι’ αυτό θα κάψω τη στολή σου και στις στάχτες της θα τρίψω τη μούρη του διευθυντή που κλωτσάει το στομάχι μου μπροστά σε όλους τους άλλους γιατί δεν είμαι καλό παιδί. Θα σου σπάσουμε τα δόντια, θα σου κλέψουμε τα ρούχα να δεις ποιοι είναι οι πιο παλιοί. Κάθε ώρα είναι στην κόλαση ο γυαλάκιας της παρέας, μα αυτός μια μέρα θα εκδικηθεί στα χαρτιά της Εφορίας στην ταμπέλα του γραφείου. Βλέπεις, θα ’χει τακτοποιηθεί. Τώρα έχει να διαλέγει μες στους πιο μεγάλους κώλους με ποιον θα ξυπνάει κάθε πρωί. Περιζήτητο ρομπότ χειροβομβίδα πορτοφόλι για όποια θέλει οικογένεια και παιδί. Αγάπη με χρονοδιακόπτη, πόδια ανοίγουν δίχως αίμα, έτσι ρε χύνουν τα ανδροειδή. Κι αν υπάρχει υποψία πως της λείπει πάντα κάτι, τότε θα πάει σε ψυχαναλυτή.   Θα σου κοστίσει ακριβά η μονάκριβή τους κόρη γιατί η ζωή είναι σκληρή είναι όπως στο προαύλιο που παίζουμε όλοι μπάλα με το κομμένο του αυτί που το έσκισε η δασκάλα πριν μοιράσει τα παιχνίδια σε μια πολύχρωμη γιορτή: Ντυμένη μπαλαρίνα μπαίνεις κάτω απ’ το τραπέζι κι εσύ «για να μη μας δει κανείς». Τα διαστημόπλοια πετάνε μπομπονέλες κι εγώ θέλω να σε δω γυμνή.
27.
Και τώρα λες «εσύ με έφερες εδώ και νομίζεις πως έτσι με ελευθερώνεις» μα τα λόγια σου δένουν μια θηλιά στον λαιμό μου. Και αναρωτιέμαι αν το ίδιο συνέβαινε από τόσο παλιά. Αν και είναι απ’ τις μέρες που θα ’θελα να ξέρω πιο λίγα από τώρα κι όχι να γνώριζα τότε πιο πολλά γιατί ξέρω πια πώς είναι όταν διαλύουμε τα πρόσωπά μας - χωρίς μάτια - κι ακόμα και τότε θέλω να κλάψω πιο πολύ από εσένα. Κι αν δε μιλιόμαστε μέχρι το πρωί - λες και έχουμε τόσα, έτσι να τα χαλάμε - γιατί να ζούμε; Έτσι μόνο γερνάμε με ρούχα στη ζέστη σαν να ’μαστε ξένοι, χωρίς αστεία και δίχως χάδια μόνο ν ’ακούμε φωνές απ’ τον δρόμο - νέα ζευγάρια που γυρνάν ζαλισμένα - και είναι που τότε θέλω να κλάψω πιο πολύ από εσένα. Ας βγούμε έξω, να μην ξαναέρθουνε τα βράδια που δεν έχει νόημα η ζωή μας. Να μείνουν οι μέρες που όποιο φρούτο κι αν κόψεις παίρνει σχήμα καρδιάς.
28.
Σ’ αυτόν το δρόμο για το σπίτι σου περνάω πια βιαστικά. Βλέπω μονάχα φιλιά την τιράντα στην πλάτη σου την κορδέλα για τα μαλλιά. Την άλλη μέρα για τη θάλασσα κρυφά από τη γιαγιά. Βλέπω μονάχα φιλιά βόλτα στο πίσω κάθισμα έγκαυμα απ’ την αγκαλιά. Σ’ αυτόν το δρόμο για το σπίτι σου περνάω πια βιαστικά.
29.
Σου μιλάω απ’ τον σταθμό στην Ομόνοια έξω απ’ το κατάστημα μουσικών οργάνων. Οι λέξεις μου διαχέονται στις υδρορροές και στάζουν στο μπαλκόνι σου κόκκινες σταγόνες που βρέχουν ένα πεταμένο κόμικ στη φερ φορζέ για τον ανοιξιάτικο ορίζοντα στο σημείο που τελειώνει ο Δυτικός Πολιτισμός και οι άνθρωποι συνωστίζονται σε σταθμούς κλειστούς. Σου μιλάω για την τρικυμία στην Πλατεία Βάθης πίσω από τις σκάλες του άδειου Ωδείου. Η φωνή μου βουτάει στον οχετό και μέσα από ένα σύστημα άχρηστων εννοιών μολύνει το στομάχι σου το άγνωστο μικρόβιο. Ύστερα ανεβαίνεις στη γυριστή σκάλα και κάνεις πως ψάχνεις με το βλέμμα αυτόν που μια φορά σε πλήγωσε ή αυτόν με τον οποίον μοιράστηκες μια μικρή παροδική ιστορία. Μα απόψε η πόλη είναι βουβή σαν να ’ναι όλοι ευτυχισμένοι. Αύριο θα νιώθουμε πάλι ότι μας έχουν όλοι εγκαταλείψει.
30.
Στην Αθήνα αν τα φρύδια ήταν όλα ξυρισμένα, θα έπαιζα αυτά που θέλω χωρίς να υψωνόταν κανένα. Από κοντά μπορεί να ρέει μια μυστήρια συγχορδία, μα αυτά τα τέσσερα χτυπήματα είναι ό,τι σου έμεινε στον κόκκυγα. Κι όταν συμπέσουνε τα βλέμματα, αυτός που νιώθει πιο μεγάλος τώρα μπορεί να περιμένει να χαιρετήσει πρώτα ο άλλος. Ρίξε μια φάπα στον Νονό που λέει να μη μιλάω σε σένα, - συσκευασμένα φαγητά που είναι πιο νόστιμα ληγμένα. Οι φίλοι πάνε κι έρχονται σαν δημοσκοπήσεις που όλο μου τηλεφωνάνε, μα γι’ αυτούς δεν πολυμιλάνε. Τους κάνει καθρεφτάκι το αλλήθωρο ζωάκι που έχουνε όλοι τυπωμένο στην μπλούζα-statement που φοράνε. Κι ίσως να αξίζει στη ζωή σου να περιμένεις ένα χέρι να σου δοθεί συνειδητά, όπως στο «Γόνατο της Κλαίρης». Μα αυτό που μένει τελικά: ο γέρος κάνει τη δουλειά του, αν και πιο κάτω περδικλώθηκε και κατά λάθος αυτοπιπώθηκε. Έχουνε κλείσει τα μονόκλινα σε όλα τα νεκροταφεία, τα ζόμπι έχουν το κυλικείο στα ιδιωτικά νηπιαγωγεία. Γι’ αυτό που είπες μόλις τώρα θα κάνω like απ’ το σπίτι - ουρανοξύστες μυρμηγκιών χτισμένοι μες στον νεροχύτη. Περνάνε οι ώρες βιαστικά. Διαβάζω στα στατιστικά μου: ζω 14.000 μέρες κάτω από κεραίες. Απόψε όλα είναι σκατά κι αν ήμουνα δεκαεννιά, πάλι θα τα ’χα μπερδεμένα, απλώς θα πήδαγα κι εσένα. Καμιά φορά ένα βραχυκύκλωμα είναι αυτό που θέλεις μόνο, να αχρηστευτούν οι συσκευές που μας αφήνουν τόσο χρόνο. Στην Αθήνα κι αν τα φρύδια ήταν όλα ξυρισμένα, μάλλον θα σου έλεγα τα ίδια και μάλλον θα ’θελα πάλι εσένα.

about

30 φώτα που αναβοσβήνουν, καθώς κοιτάς από ψηλά τη νυχτερινή Αθήνα.
30 ένοικοι που συνομιλούν στον φωταγωγό μιας πολυκατοικίας.
30 μουσικά είδη που ακούς απ’ τα μπαλκόνια, σε μια απογευματινή βόλτα.
30 στιγμιότυπα από την πορεία ενός ανθρώπου μέσα σε δωμάτια και κτίρια.

Μια μεγάλου μήκους ταινία για τις μικρές ιστορίες της ζωής μας.
Καλωσορίσατε στα “Συγκεκριμένα Διαμερίσματα”, το soundtrack της Αθήνας.


30 flashing lights as you look at Athens from above in the night.
30 tenants who converse through the skylight of a building.
30 genres of music that you hear from the balconies in an afternoon walk.
30 snapshots of a person walking through rooms and buildings.

A feature film about the small stories of our lives.
Welcome to “Sigekrimena Diamerismata” (Specific Apartments), the soundtrack of Athens.

credits

released December 12, 2016

Στίχοι, Μουσική, Όργανα, Φωνές, Παραγωγή, Ενορχήστρωση, Ηχογράφηση, Μίξη: Κτίρια Τη Νύχτα

Mastering: Γιάννης Χριστοδουλάτος @ Sweetspot Studio

Artwork, σχέδια, φωτογραφίες: Κτίρια Τη Νύχτα

license

all rights reserved

tags

If you like κτίρια τη νύχτα, you may also like: